Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

To Σπάσιμο και το Μπούρλιασμα ή Βελόνιασμα του καπνού.



Γράφει ο Γιώργος Στρέπκος


   Μία απ’ τις καλλιέργειες του χωριού μου, (το Γαρέφι), αλλά και της ευρύτερης περιοχής, ήταν και η καλλιέργεια του καπνού.
   Πολύ νωρίς ( 2.30’ – 3.00’) τα μεσάνυχτα άκουγες, το συνεχές και όχι ευχάριστο για εμάς, το ντρίιιιν … απ’ το ξυπνητήρι.  Νόμιζες ότι ο ήχος του δικού σου ρολογιού, μεταδίδονταν και στα υπόλοιπα σπίτια, αφού  σ’ όλο το χωριό ,υπήρχε μια συνεχή διαδοχή  ήχου.
  Ήταν η ώρα για αναχώρηση στα καπνά. Ώρα για το σπάσιμο του καπνού.
  Αντρόγυνα αλληλοσκουντιούνταν στο κρεβάτι. «Σήκω ,έλεγε  ο ένας στον άλλο, ήρθε η ώρα». Οι μικρότεροι βυθισμένοι στον γλυκό ύπνο, κάναμε το «κοροΐδο» στα παρακάλια και γλυκόλογα των γονιών μας, αλλά και των μεγαλυτέρων αδελφών μας, που προσπαθούσαν να μας ξυπνήσουν.
   Οι μητέρες μας είχαν  προετοιμάσει το πρωινό μας, το γνωστό «μπισκοτολούκουμο»,  ώστε  να μας δελεάσουν ευκολότερα για να ανταποκριθούμε  στα παρακάλια τους.
  Οι πατεράδες  ετοίμαζαν το μεταφορικό μέσο , αλλά και τον κατάλληλο εξοπλισμό για το σπάσιμο ( Κοφίνια, λινάτσες ,σακιά ) ,τον οποίο  και φόρτωναν στα ζώα ή στο κάρο (αραμπά).
   Όλα ήταν έτοιμα.  Πολύ νωρίς ξεκινούσαμε  για το χωράφι , αφού το σπάσιμο  γίνεται νύχτα για μα μην κολλάει. Εάν πηγαίναμε με το κάρο,  ήμασταν  τυχεροί, γιατί ξαπλώναμε  για να κερδίσουμε λίγο ύπνο.
   Όλοι οι δρόμοι γέμιζαν από ζωή.  Θόρυβος πολύς. Ζώα και άνθρωποι νυσταγμένοι,  κατευθύνονταν για τον προορισμό τους. Ο πρωινός θόρυβος  των κατοίκων  έρχονταν να προστεθεί στις φωνές των εκάστοτε υδρονομέων αλλά και των συγχωριανών μας, που πότιζαν  όλη τη  νύχτα.
   Η μεταφορά του καπνού γινόταν με τα ζώα  και τα κάρα αρχικά και αργότερα με  τα τρακτέρ και  μετέπειτα με τα αγροτικά. Το γκάρισμα των γαϊδουριών, ο ήχος απ’ τα κάρα, αλλά και το βουητό απ’ τα  τρακτέρ ,τα αγροτικά και τα δίκυκλα , γέμιζαν τον κάμπο από θόρυβο.
   Μόλις φτάναμε στο χωράφι, άναβε το φαναράκι κι άρχιζε το σπάσιμο.     Σκυμμένοι, ανά δύο σειρές, σπάναμε τα φύλλα. Κι  αν ήταν «πρώτο χέρι» ήμασταν γονατιστοί ,για να μαζευτούν ευκολότερα τα χαμηλότερα φύλλα, τα οποία  κατά το σπάσιμο γίνονταν ματσάκια και τα τοποθετούσαμε  κάτω στο χώμα προσεχτικά για να μην μπερδευτούν.
   Στην αρχή του σπασίματος επικρατούσε απόλυτη ησυχία .Κανείς δε μιλούσε, αφού η νύστα δεν άφηνε περιθώρια για συζήτηση.  Εκείνο που άκουγες ήταν οι διαμαρτυρίες και τα παράπονα  των απομακρυσμένων ατόμων απ’  τη θέση  του φαναριού, αφού το σκοτάδι ήταν απλωμένο μπροστά σου.
  Η ώρα περνούσε. Σιγά – σιγά ξημέρωνε. Η νύστα μας εγκατέλειπε. Μόλις ξεπρόβαλλε για τα καλά ο ήλιος, μαζεύαμε τα ματσάκια. Εάν  έριχνες μια ματιά  τριγύρω  απ’ το χωράφι σου, θα έβλεπες  φιγούρες σκυφτές  κι άλλους, να περπατούν αργά και προσεχτικά μέσα στο χωράφι, μην τυχόν σπάσουν κάποια ρίζα.
   Τα ρούχα , τα χέρια ακόμα και τα μαλλιά των ανδρών, (οι γυναίκες φορούσαν τσεμπέρια) , είχαν μαυρίσει  απ’ την κόλλα του καπνού ,τη γνωστή μιλούρα.
   Εννέα με δέκα  η  ώρα άρχιζε το φόρτωμα  του καπνού. Μία αντίστροφη πορεία   ξεκινούσε. Ήταν η επιστροφή για το  χωριό.
  Φτάνοντας  στο   χωριό γίνονταν το ξεφόρτωμα , είτε στους βοηθητικούς χώρους  των σπιτιών, είτε στον ίσκιο των πλατανιών της πλατείας και του ηρώου , για να είναι οι οικογένειες παρέα  με άλλες   κατά τη διάρκεια του βελονιάσματος και παράλληλα  γίνονταν μπόλικο  σόμπορο  αλλά και  λίγο «κουτσομπολιό».
  Μια  «νέα» φάση  κι ένα νέο στάδιο επεξεργασίας ξεκινούσε. Μια χρονοβόρα και σχεδόν ολοήμερη  και πολλές φορές, πολύωρη διαδικασία, αφού κάποιους τους νύχτωνε. Εάν  ήταν μαραμένα τα φύλλα , έπρεπε να τα καταβρέξουν, ώστε να μην κολλάν αλλά και να φθοράει στο μπούρλιασμα – βελόνιασμα. Μάλιστα βάζαμε μουσαμά ή κάποιο νάιλον  για να μην βραχούμε.
   Πριν στραγγίσει το νερό, άρχιζε του μπούρλιασμα, ματσάκι - ματσάκι ή ντίπλες και φύλλο – φύλλο , απ ’όλα τα μέλη της οικογένειας, με τη βελόνα στη μασχάλη. Τα  δάκτυλα των  χεριών  μας ήταν χιλιοτρυπημένα και χαραγμένα  απ’ τα τσιμπήματα των βελονιών.  Οι βελόνες η μία μετά την άλλη γέμιζαν και στη συνέχεια αδειάζονταν στον σπάγκο ,(την αρμαθιά ι) με όλα τα φύλλα και κρέμονταν στα «κρεβάτια»  ή τις «λιάστρες» αρχικά και μετέπειτα στ’ αντίσκινα.
   Εάν τύχαινε  κατά τη διάρκεια της ημέρας κανένα μπουρίνι , βροντή ή ανεμοστρόβιλος , τότε τρέχαμε όλοι αλαφιασμένοι  και ιδρωμένοι να προλάβουμε  να μάσουμε τα κρεβάτια –  τις λιάστρες ,  για να μη βραχούν τα φύλλα  και να διατηρηθούν  στεγνά.
     Κατά τη διάρκεια του βελονιάσματος απ’ την πολύωρη απασχόληση και κούραση,  έβλεπες κάποια μάτια να κλείνουν και να γέρνουν τα σώματά τους προς τα μπρος ,λες κι έκαναν μετάνοιες. Αμέσως τινάζονταν και συνέχιζαν το έργο τους με δυσκολία, είτε βρέχοντας τα μάτια τους, είτε κάνοντας μια βόλτα,   Σ’ αυτούς  τους  νυσταγμένους ,τους δίνονταν  ολιγόλεπτη  άδεια ύπνου διάρκειας 10’ -15’ λεπτών, απ’ τους υπόλοιπους της οικογένειας. Κι αυτό γινόταν συνέχεια και σε  καθημερινή βάση, σε όποιον  ή όποιους νύσταζαν.
  Καθημερινή παρέα ήταν το ραδιόφωνο, αφού εκτός από τη μουσική και τις ειδήσεις, παρακολουθούσαμε και τις τότε γνωστές σειρές , όπως ήταν : «Το σπίτι των ανέμων » , με πρωταγωνιστές τον Λαμπίρη και την Τζοβάννα.
   Το φαγητό μας ήταν κυρίως τα λαχανικά της εποχής , ζυμαρικά ,τα γαλακτομικά παραγωγής μας. Τακτική ήταν  η φασολάδα κι  ας  είχε και καύσωνες.
   Η  μέρα τελείωνε. Το βραδάκι λίγους έβλεπες να ξεκουράζονται. Μετά τις 10΄00  άρχιζε η ησυχία να επικρατεί στο χωριό, αφού έπεφταν για ύπνο. Το χωριό ησύχαζε στις 11.00’.Κι αυτό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα. Ελάχιστες οικογένειες  σταματούσαν τις Κυριακές, για δύο κυρίως λόγους. Να εκκλησιαστούν και παράλληλα να ξεκουραστούν.
    Αυτή η διαδικασία  άρχιζε  από τα τέλη Ιουνίου  και τελείωνε περίπου στο πρώτο 10/ήμερο  Σεπτεμβρίου, με το σπάσιμο των τελευταίων φύλλων, τα γνωστά «ούτσια», που ήταν  οι κορυφές του καπνού.
   Σίγουρα για τις νέες γενιές τους είναι απίστευτο. Πιθανώς δε να τους φαίνεται  σαν παραμύθι. Για εμάς όμως που ζήσαμε κι ασχοληθήκαμε, είναι αρκετά μακρινό, όχι όμως διωγμένο απ’ τη μνήμη μας. Θεωρώ δε ότι αυτήν την εποχή ,όσοι ζουν στα χωριά μας, αλλά κι εμείς που ζούμε εκτός ,όταν τα επισκεπτόμαστε , έχουμε  έντονες τις μνήμες εκείνης της εποχής. Γιατί υποστήκαμε αυτήν την ταλαιπωρία  ,θα έλεγα δε ότι στην κυριολεξία τη χορτάσαμε και την «μπουχτίσαμε». Και πολλούς  μας έκαναν  ν’ αγανακτήσουμε, όχι μόνο λόγω της ιδιαιτερότητας επεξεργασίας του καπνού, που το βελόνιασμα ήταν ένα μέρος της επεξεργασίας του, αλλά επειδή ασχολούμασταν παράλληλα και με άλλες καλλιέργειες. Το  φθινόπωρο ακολουθούσε  η επόμενη διαδικασία επεξεργασίας του καπνού, που ήταν το παστάλιασμα. Μετά το παστάλιασμα  και κατά το μήνα Φλεβάρη άρχιζε   ο νέος κύκλος    καλλιέργειας για την   επόμενη χρονιά.
  Αυτή η συνεχής απασχόληση και κούραση ήταν ένας απ’ τους βασικότερους λόγους ,που είχαμε εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Αρκετοί σπούδασαν κι έφυγαν απ’ τα χωριά, άλλοι βρήκαν δουλειές σε διάφορες πόλεις  κι  άλλοι μετανάστευσαν σε ξένα κράτη.  Η  κόπωση  των κατοίκων  ήταν ένας  απ’ τους σημαντικούς λόγους εγκατάλειψης των χωριών. Αυτά τα άτομα που κατάφεραν να ξεφύγουν, φέρνουν σαν ανάμνηση στο μυαλό τους εκείνες τις στιγμές σαν ένα κακό όνειρο.
   Παράλληλα είναι και μία ευκαιρία ,να θυμούμαστε εμείς οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότερες γενιές για εμάς. Για εμάς που δεν γνωρίζαμε τη λέξη «διακοπές», η οποία  ήταν παντελώς άγνωστη στο λεξιλόγιό μας.

 Ιούλιος    2012.
Στρέπκος Νικολάου Γεώργιος
Δάσκαλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

(3)